- αποθέτω
- (αόρ. απέθεσα) μετ.1) складывать, класть, ставить (на землю); 2) откладывать, сберегать, копить (деньги)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθέτω — αποθέτω, απέθεσα και απόθεσα βλ. πίν. 137 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποθέτω — (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω) 1. τοποθετώ, βάζω 2. αφήνω κάτι κατά μέρος 3. αποθηκεύω, αποταμιεύω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω 2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιον αρχ. Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω,… … Dictionary of Greek
αποθέτω — όθεσα, οτέθηκα, οθεμένος 1. αφήνω κάτι που βαστάζω στη γη, ακουμπώ κάτι: Απόθεσε το δέμα που κρατούσε στη γη. 2. εμπιστεύομαι: Στην κόρη της είχε αποθέσει τις ελπίδες της. 3. βάζω στην μπάντα, αποταμιεύω: Κάθε μήνα και κάτι απόθετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθέτῳ — ἀπόθετος laid by masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απιθώνω — 1. ακουμπώ κάτι προσωρινά κάπου, αφήνω κάτω, αποθέτω 2. εμπιστεύομαι κάπου, ενεχυριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθώνω < απόθωσα, ως αόρ. του ρ. αποθέτω, με μεταπλασμό κατά το (ε)σήκωσα σηκώνω] … Dictionary of Greek
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
απεκβάλλω — ἀπεκβάλλω (Μ) 1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω 2. ελευθερώνω, σώζω 3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω … Dictionary of Greek
αποκατατίθημι — ἀποκατατίθημι (Α) αποθέτω, βάζω κατά μέρος … Dictionary of Greek
αποκουμπώ — κ. απακουμπώ ( άω) (Μ ἀπακουμπῶ) στηρίζομαι κάπου νεοελλ. 1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ ένα σημείο 2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι 3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ 4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία … Dictionary of Greek
αποτίθημι — (Α) βλ. αποθέτω … Dictionary of Greek